- λιπόπατριν
- λιπόπατριςleaving one's countryfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λιπόπατρις — λιπόπατρις, ιδος, ό, ή (Α) 1. αυτός που εγκαταλείπει ή εγκατέλειψε την πατρίδα του 2. (για τον λωτό) αυτός που προκαλεί σε κάποιον λήθη τής πατρίδας του («λωτοφάγων γλυκερήν λιπόπατριν ἐδωδήν, Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο) * + πατρίς, ίδος] … Dictionary of Greek